διαδίδει

διαδίδει
шири

Грчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • ρεαλισμός — Στη φιλοσοφία ο όρος σημαίνει την αναγνώριση της ύπαρξης μιας πραγματικότητας έξω από τη σκέψη, ανεξάρτητη από τη νοητική μας δραστηριότητα. Η νόηση γνωρίζει την πραγματικότητα προσαρμοζόμενη σε αυτήν. Η «αλήθεια» είναι η συμφωνία της σκέψης με… …   Dictionary of Greek

  • ανθρωπιστής — ο (θηλ. ίστρια) 1. ουμανιστής, αυτός που ακολουθεί τις αρχές του ανθρωπισμού, που επιδιώκει και μοχθεί για την πρόοδο και το καλό του ανθρώπινου γένους 2. αυτός που μελετά την κλασική αρχαιότητα και διαδίδει τις αξίες της με σκοπό την κοινωνική… …   Dictionary of Greek

  • αφίσα — Έντυπο που τοιχοκολλείται ή τοποθετείται σε ειδικό χώρο, με προορισμό να μεταδώσει στον περαστικό, με τρόπο σύντομο αλλά και αποτελεσματικό, κάποιο μήνυμα ή να τον πληροφορήσει για κάποια εκδήλωση. Η α. είναι η σημαντικότερη και γνωστότερη από… …   Dictionary of Greek

  • διαδοσίας — ο [διάδοση] αυτός που διαδίδει ψευδείς ή διογκωμένες ειδήσεις …   Dictionary of Greek

  • δυσφήμηση — Νομικός όρος που αναφέρεται στη διάδοση μιας πληροφορίας που μπορεί να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη ενός άλλου προσώπου. Σύμφωνα με τον Ποινικό Κώδικα, η δ. αποτελεί αξιόποινο αδίκημα που τιμωρείται με φυλάκιση ή με χρηματική ποινή ή και με τις… …   Dictionary of Greek

  • εργασία — Με τον όρο ε. εννοούμε κάθε ανθρώπινη ενέργεια που έχει σκοπό την παραγωγή αγαθών, υπηρεσιών ή πληροφοριών που χρειάζονται στους ίδιους τους ανθρώπους. Στην ιστορία του ανθρώπου η ε. εμφανίζεται ως κοινωνική ενέργεια, που προσφέρεται δηλαδή από… …   Dictionary of Greek

  • κουτσομπόλης — ο, θηλ. κουτσομπόλα αυτός που συζητά και επικρίνει ή διαδίδει, συνήθως κακόβουλα, υποθέσεις τρίτων. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρ. παρ. τού ρ. κουτσομπολιάζω] …   Dictionary of Greek

  • λογοποιός — λογοποιός, ὁ (Α) 1. αυτός που γράφει σε πεζό λόγο, ο πεζογράφος και κυρίως ο ιστορικός συγγραφέας, ο αρχαίος χρονογράφος («οὔτε τῶν ποιητῶν οὔτε τῶν λογοποιῶν οὐδεμίαν φανήσεται μνείαν πεποιημένος», Ισοκρ.) 2. συγγραφέας μύθων, μυθογράφος… …   Dictionary of Greek

  • πελαγιανισμός — Χριστιανική αίρεση, που εμφανίστηκε στη Δύση και πήρε το όνομά της από τον Άγγλο μοναχό Πελάγιο (περ. ; 354 – περ. ; 427), ο οποίος φτάνοντας στη Ρώμη στα τέλη του 4ου αι. άρχισε να διαδίδει τη διδασκαλία του με θεολογικά συγγράμματα, μεταξύ των… …   Dictionary of Greek

  • σπερμολόγος — ο, η / σπερμολόγος, ον, ΝΜΑ, και σπερματολόγος, ον Α αυτός που συγκεντρώνει και διαδίδει ανεξέλεγκτες πληροφορίες και κακόβουλες φήμες (α. «είναι ένας αδίστακτος σπερμολόγος» β. «τί ἂν θέλοι ὁ σπερμολόγος οὗτος λέγειν;», ΚΔ γ. «σπερμολόγος,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”